- προχειμαζω
- προχειμάζωπρο-χειμάζω(о зиме) раньше наступать
προχειμάσαντος Arst. — в случае ранней зимы
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
προχειμάσαντος Arst. — в случае ранней зимы
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
προχειμάζω — Α 1. (για τον καιρό) δείχνω ότι έρχεται θύελλα 2. (για τη σελήνη) προκαλώ πρώιμες θύελλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + χειμάζω «προκαλώ κακοκαιρία»] … Dictionary of Greek
προχειμάζει — προχειμάζω to be stormy before pres ind mp 2nd sg προχειμάζω to be stormy before pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προχειμάσαντος — προχειμάζω to be stormy before aor part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προχείμασις — άσεως, ἡ, Α [προχειμάζω] πρώιμος χειμώνας, κακοκαιρία … Dictionary of Greek